Ήταν η τρίτη μέρα του Άρη στο νέο σχολείο. Τρίτη μέρα που προσπαθούσε να γίνει αόρατος, να περπατάει κολλητά στους τοίχους και να αποφεύγει τα βλέμματα. Κρατούσε σφιχτά ένα πλαστικό ποτήρι με χλιαρό καφέ από το κυλικείο, σαν να ήταν η μόνη του ασπίδα σε έναν άγνωστο κόσμο.
Δεν τον είδε να έρχεται. Ή μάλλον, τον ένιωσε πριν τον δει. Ο Πέτρος, ο «άρχοντας» του διαδρόμου, περπατούσε με εκείνο το γνωστό, αλαζονικό ύφος, περιστοιχισμένος από την παρέα του που γελούσε δυνατά.
Η σύγκρουση δεν ήταν τυχαία. Όλοι το ήξεραν. Ο Πέτρος έπεσε πάνω στον Άρη με δύναμη. Το καπάκι από το ποτήρι πετάχτηκε. Ο σκούρος, κολλώδης καφές άδειασε πάνω στο μοναδικό καλό, λευκό φούτερ του Άρη.
Η φασαρία στο κυλικείο σταμάτησε μαχαιριά. Μια παγωμένη σιωπή απλώθηκε στον χώρο, σπάζοντας μόνο από το ειρωνικό «Ωχ, συγγνώμη ρε φίλε, δεν σε είδα» του Πέτρου, που συνοδεύτηκε από τα γέλια της παρέας του.
Ο Άρης ένιωσε το κάψιμο στο στήθος του, όχι από τον καφέ, αλλά από την ντροπή. Έσκυψε το κεφάλι. Όλοι περίμεναν να κλάψει, να τρέξει ή να ανταποδώσει βρίζοντας. Αυτό ήθελε ο Πέτρος. Αυτό ήταν το «παιχνίδι» του.
Αλλά ο Άρης δεν έκανε τίποτα από αυτά.
Αντίθετα, πήρε μια βαθιά ανάσα, σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε τον Πέτρο στα μάτια. Όχι με θυμό. Με μια παράξενη, ήρεμη θλίψη.
«Ελπίζω αυτό να σε έκανε να νιώσεις καλύτερα σήμερα, Πέτρο», είπε ο Άρης χαμηλόφωνα, αλλά τόσο καθαρά που ακούστηκε σε όλο τον χώρο.
Και μετά, συνέβη το αναπάντεχο. Ο Άρης δεν έφυγε. Πήγε στον πάγκο, πήρε χαρτοπετσέτες και γονάτισε για να σκουπίσει τις κηλίδες του καφέ από το πάτωμα, παρόλο που το δικό του ρούχο ήταν κατεστραμμένο.
Το γέλιο της παρέας του Πέτρου έσβησε απότομα. Ο Πέτρος έμεινε στήλη άλατος. Περίμενε αντίδραση, περίμενε φόβο. Δεν περίμενε αυτή την ήρεμη αξιοπρέπεια. Δεν περίμενε ότι το θύμα του θα νοιαζόταν να καθαρίσει το χάλι που εκείνος δημιούργησε.
Ξαφνικά, ο Πέτρος δεν ένιωθε πια ο «άρχοντας». Ένιωθε μικρός. Έβλεπε τα βλέμματα των γύρω του να αλλάζουν. Δεν τον κοιτούσαν πια με θαυμασμό ή φόβο, αλλά με απογοήτευση. Η πράξη του δεν φαινόταν πια μαγκιά, αλλά θρασυδειλία. Το μετάνιωσε. Το μετάνιωσε πικρά εκείνη ακριβώς τη στιγμή.
Η Ελένη, μια κοπέλα από τη διπλανή παρέα που ποτέ δεν μιλούσε, σηκώθηκε. Πήρε μερικές χαρτοπετσέτες και γονάτισε δίπλα στον Άρη, βοηθώντας τον να σκουπίσει το πάτωμα. Σιγά-σιγά, άλλοι δύο μαθητές έκαναν το ίδιο.
Ο Πέτρος έμεινε μόνος του, όρθιος, κοιτάζοντας το σκηνικό. Η δύναμή του είχε εξανεμιστεί μπροστά στην απλή καλοσύνη.
Την επόμενη μέρα, στο διάλειμμα, ο Πέτρος πλησίασε τον Άρη που καθόταν μόνος του σε ένα παγκάκι. Δεν υπήρχε κοινό αυτή τη φορά. Ο Πέτρος κρατούσε μια σακούλα από γνωστό μαγαζί ρούχων.
«Άκου…» ξεκίνησε ο Πέτρος, κοιτάζοντας τα παπούτσια του. «Ήμουν ηλίθιος χθες. Δεν σου άξιζε αυτό. Συγγνώμη». Του άφησε τη σακούλα στο παγκάκι. Μέσα υπήρχε ένα καινούργιο, λευκό φούτερ.
Ο Άρης το κοίταξε και μετά κοίταξε τον Πέτρο. Χμογέλασε ελαφρά. «Δεκτή η συγγνώμη», είπε.
Δεν έγιναν κολλητοί φίλοι εκείνη τη στιγμή. Αλλά όταν ο Πέτρος έφυγε, ένιωσε ένα βάρος να φεύγει από πάνω του. Είχε μάθει το πιο σημαντικό μάθημα: ότι η πραγματική δύναμη δεν είναι να ρίχνεις τους άλλους κάτω, αλλά να έχεις το θάρρος να τους βοηθήσεις να σηκωθούν, ειδικά όταν εσύ φταις που έπεσαν.
Και ο Άρης; Ο Άρης δεν ήταν πια αόρατος