Οκτώ μήνες έχουν περάσει από την τραγωδία που συνέβη στα Τέμπη, αλλά οι οικογένειες των θυμάτων εξακολουθούν να ψάχνουν για δικαιοσύνη και εκφράζουν καταγγελίες για προσπάθειες κάλυψης του εγκλήματος.
8 μήνες αργότερα
Το δικαστικό σύστημα της Ελλάδας βρίσκεται ακόμη στο στάδιο της ανάκρισης, με μόνο δύο από τους 15 άμεσα κατηγορούμενους, όλοι εκ των οποίων είναι στελέχη των ελληνικών σιδηροδρόμων, να έχουν προφυλακιστεί. Ειδικότερα, αφορά τον σταθμάρχη που εκτελούσε βάρδια την νύχτα της 28ης Φεβρουαρίου και τον επιθεωρητή σταθμάρχη.
Παρά ταύτα, οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι έχουν αφεθεί ελεύθεροι, και οι οικογένειες των θυμάτων και συγκεκριμένα όπως αναφέρει η Μαρία Καρυστιανού, πρόεδρος του Συλλόγου Ατόμων Πληγέντων Δυστυχήματος Τεμπών 28-2-2023, μιλώντας, στην Parallaxi, που έχασε την 20χρονη κόρη της, «όχι μόνο αφέθηκαν ελεύθεροι αλλά γύρισαν και στις θέσεις τους, έχοντας τη δυνατότητα να συγκαλύψουν το έγκλημα».
Και προσθέτει «από την 1η Μαρτίου κάνουν τα πάντα για να συγκαλύψουν το έγκλημα και να ξεχαστεί ως γεγονός. Εμείς όμως δεν ξεχνάμε και θα κάνουμε τα πάντα για να αποδοθεί δικαιοσύνη».
Την Κυριακή 19 Νοεμβρίου ο «Σύλλογος Τέμπη 27-2-2023», μαζί με τον «Σύλλογο SOS Τροχαία Εγκλήματα», διοργανώνουν στις 12 το μεσημέρι, στην πλατεία Αριστοτέλους, κινητοποίηση ενημέρωσης για τους ανθρώπους – θύματα που έχουν χάσει της ζωή τους σε κάποιο τροχαίο δυστύχημα.
Η κινητοποίηση πραγματοποιείται με αφορμή την «Παγκόσμια Ημέρας Μνήμης Θυμάτων Τροχαίων Συγκρούσεων» και την διεκδίκηση δικαιοσύνης και όπως τονίζει η Μαρία Καρυστιανού, δυστυχώς η δικαιοσύνη σε πολλές περιπτώσεις, ακόμα και σε τραγωδίες όπως αυτή των Τεμπών, δεν λειτουργεί.
Αναφερόμενη ειδικά στην τραγωδία των Τεμπών, επισημαίνει ότι «η δικαιοσύνη για τα Τέμπη δεν λειτουργεί όπως πρέπει. Η ανάκριση δεν προχωρά, με αποτέλεσμα να χάνουμε πολύτιμα στοιχεία. Μας δημιουργούν εμπόδιο ώστε να μη δικαιωθούμε, υπάρχουν νόμοι που δεν εφαρμόζονται από τους εφαρμοστές των νόμων. Έχουν την εξουσία να κάνουν ότι θέλουν, δεν τους ελέγχει κανείς», τονίζει και αναφέρει ότι «δεν είναι μόνο οι ανακριτές και οι δικαστές αλλά και ο Άρειος Πάγος που κωφεύει και εθελοτυφλεί».
Και συνεχίζει «ασκείται μεγάλη πίεση στον ανακριτή. Οι θέσεις των διευθυντών είναι πολιτικές θέσεις. Όταν ο υπουργός τους έλεγε ότι δεν υπάρχουν λεφτά για την ασφάλεια και αυτοί το δεχόντουσαν, είναι κακούργημα. Πως επέτρεπε η Ρυθμιστική Αρχή Σιδηροδρόμων (ΡΑΣ) που είναι ο Ρυθμιστικός Φορέας για τις σιδηροδρομικές μεταφορές στην Ελλάδα, την λειτουργία αυτών των τρένων; Άνθρωποι έμπαιναν στα τρένα και όχι φρούτα και λαχανικά. Πως η διοίκηση της ΡΑΣ έπαιρνε το ρίσκο για τα δικά μας παιδιά και τώρα όλοι είναι χαλαροί και δεν τους έχει καλέσει καθόλου σε απολογία ο ανακριτής;».
Η ίδια καταγγέλλει ότι «υπάρχει συγκάλυψη σε έντονο βαθμό. Ξέραμε ότι θα είναι δύσκολο να πετύχουμε δικαιοσύνη, αλλά τόσο απροκάλυπτη συγκάλυψη, δεν το περιμέναμε. Υπάρχουν υπομνήματα που μπαίνουν στο συρτάρι. Γι αυτό το έγκλημα όλοι ξέρουμε ποιοι φταίνε, αλλά ο ο ανακριτής δεν μπορεί να τους βρει».
Για το πόρισμα των Ευρωπαίων εισαγγελέων για την τραγωδία των Τεμπών, σημειώνει «έρχεται η Ευρώπη με μία δικογραφία – έκθεση μετά από 3-4 μήνες και κατονομάζει του υπαίτιους για το οικονομικό έγκλημα για το σύστημα τηλεδιοίκησης, το οποίο οδήγησε στο να μη λειτουργεί η ασφάλεια, και το κάνει η Ευρώπη, και εμείς εδώ ακόμη ψάχνουμε το πλημμέλημα. Αυτό το πόρισμα είναι από τον Μάιο στη Βουλή και κάθεται και τώρα αναμένουμε να βγει με την εξεταστική επιτροπή που ζήτησε ο Ν. Ανδρουλάκης» και συμπληρώνει πως «η ελληνική δικαιοσύνη δεν έχει ασχοληθεί με το εν λόγω πόρισμα αλλά ούτε και ο ανακριτής κ. Μπακαίμης το έχει ζητήσει».
Συγκινεί η μαμά της 20χρονης Μάρθης
Όσον αφορά την δικαστική διαδικασία, τονίζει ότι «το σύστημα ασχολήθηκε με την υπόθεση των Τεμπών μόλις 30 ημέρες. Μετά έγινε και γίνεται προσπάθεια να το ξεχάσουμε. Αλλά δεν ξεχνάμε ότι συγκρούστηκαν μετωπικά δύο τρένα και σκοτώθηκαν 57 άνθρωποι και άλλοι πόσοι είναι ακόμα σοβαρά τραυματισμένοι σωματικά και ψυχικά. Δεν το ξεχνάμε όσο και να θέλουν. Νομικά περιμένουμε ακόμα να πειστούν, ότι δεν υπήρχε καμία ασφάλεια των τρένων. Χωρίς συντηρήσεις και με πολλά προβλήματα. Και θεωρούσαν φυσιολογικό να αλλάζουν πορεία αυτών των τρένων τρεις φορές την ημέρα, χωρίς να υπάρχει κανένα σύστημα ασφάλειας. Μιλάμε για 4 δρομολόγια και 1000 ανθρώπους που χρησιμοποιούσαν τα τρένα. Τόσα χρόνια όλοι αυτοί εκτίθενται στον κίνδυνο να γίνει ατύχημα και να πεθάνουν. Το δυστύχημα ήταν δολοφονία με δόλο διότι γνώριζαν για τον κίνδυνο. Και όταν το κάνεις κατ’ εξακολούθηση, αυτό είναι κακούργημα και όχι πλημμέλημα».
Μετά από 8 μήνες, όπως αναφέρει «ακόμα φωνάζουμε και περιμένουμε την δικαίωση. Έγινε ένα τρομερό έγκλημα από τα χειρότερα και όλοι αυτοί, οι υπεύθυνοι, είναι στα σπίτια τους. Ακόμα τρέχουμε για την ανακριτική διαδικασία. Τέτοια σαπίλα δεν την αντέχω. Δεν θα κάνω πίσω. Όπου χρειαστεί, ότι μπορώ να κάνω, θα το κάνω για να αποδοθεί δικαιοσύνη. Ντρέπομαι γιατί είμαι κάτοικος αυτής της χώρας. Στενοχωριέμαι γιατί είχα τη δυνατότητα να ζω σε άλλη χώρα, και αν ζούσα αλλού, η κόρη μου σήμερα θα ζούσε. Και πρέπει να ζήσω με αυτό βάρος στη συνείδηση μου. Προσπαθούν να κάνουν τα πάντα για να μη βρούμε τίποτα, να μη κάνουμε τίποτα, αλλά εμείς θα το φτάσουμε μέχρι το τέλος και το τέλος δεν είναι τα ελληνικά δικαστήρια, και όσοι δεν έχουν κάνει τη δουλειά τους, θα έχουν συνέχεια με μας».
Σχετικά με την ανάκριση, καταλήγει ότι «μέχρι σήμερα έχουν κληθεί ως απολογούμενοι 15 άνθρωποι γι αυτό έγκλημα και έχουν αφεθεί ελεύθεροι οι 13. Αφέθηκαν επίσης να δουλεύουν στον ίδιο χώρο. Από εκεί ξεκινάει η συγκάλυψη. Έχουν αφεθεί ελεύθεροι και αυτό είναι το χειρότερο σκάνδαλο. Κανένας δεν έχει φύγει από τη θέση του και κανείς δεν είναι σε παύση εργασίας εκτός από τους δύο που είναι φυλακή. Υποτίθεται περιμένουμε να κληθούν υψηλόβαθμα στελέχη των σιδηροδρόμων και της ΡΑΣ και δεν έχουν κληθεί ακόμα οι πολιτικοί, όπως ο πρώην υπουργός Μεταφορών Κ. Καραμανλής. Τίποτα δεν είναι φυσιολογικό από την 1η Μαρτίου μέχρι σήμερα. Ο ανακριτής επέτρεψε τη λειτουργία του σιδηροδρόμου και βρήκαν χρήματα σε τρεις μέρες να μπαζώσουν το χώρο του δυστυχήματος. Ο κόσμος πρέπει να μάθει πόσο κοστίζει η ανθρώπινη ζωή για όσους δεν ανήκουν στην ελίτ. Τα πράγματα πρέπει να αλλάξουν».